φορμαλεία

φορμαλεία
και φορμαλία και φορμαρία και πιθ. τ. φρουμαρία, ἡ, Α
απόδειξη καταβολής χρημάτων, απόδειξη εξόφλησης
2. πίνακας τροφοδοσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. formula «μορφή, σχήμα διάγραμμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”